υποσκοπος

υποσκοπος
    ὑπόσκοπος
    ὑπό-σκοπος
    2
    приставленный козырьком ко лбу
    

(χείρ Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υποσκοπος" в других словарях:

  • υπόσκοπος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός, κάτω από την σκιά τού οποίου βλέπει κάποιος 2. φρ. «ὑπόσκοπος χείρ» χέρι που είναι τοποθετημένο έτσι ώστε να παρέχει σκιά στους οφθαλμούς και να διευκολύνει την όραση (Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκοπος (<… …   Dictionary of Greek

  • ὑπόσκοπον — ὑπόσκοπος looked under masc/fem acc sg ὑπόσκοπος looked under neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PANTOMIMUS — Graece Παντόμιμος, in vett. Glossis notare Histrionem dicitur: l. 27. ff. de oper. libert. qui scenicis ludis operam navat: Luciano Παντόμιμοι iidem sunt, qui ὀρχηςταὶ, i. e. saltatores. Vide cum περὶ ὀρχήσεως. Sed priusquam οἰ ὀρχηςταὶ se a… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»